τραπέζωμα

τραπέζωμα
-ώματος, το, ΝΜΑ [τραπεζῶ, -ώνω]
νεοελλ.
(συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους
μσν.
συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος
(αρχ)
1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι
2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα
προσφορές στους θεούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραπέζωμα — το, ατος η παράθεση γεύματος: Όλο τραπεζώματα του κάνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζώματα — τραπέζωμα what is set upon a table neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζώματος — τραπέζωμα what is set upon a table neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτραπέζωμα — ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM) συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)] …   Dictionary of Greek

  • (ε)πιστρόφια — τα το πρώτο επίσημο τραπέζωμα των νιόπαντρων και των συγγενών και φίλων του γαμπρού που γινόταν στην όγδοη ημέρα μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφης. πιστρόφια τα 1. η επιστροφή, γυρισμός: Στα πιστρόφια το καράβι κάτασπρ άπλωνε πανιά. 2.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”