- τραπέζωμα
- -ώματος, το, ΝΜΑ [τραπεζῶ, -ώνω]νεοελλ.(συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιουςμσν.συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος(αρχ)1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματαπροσφορές στους θεούς.
Dictionary of Greek. 2013.